Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όμμα το [óma] Ο48 : α. (λόγ.) το μάτι. (απαρχ.) ΦΡ ιδίοις* όμμασι. β. ΦΡ παίρνω των ομματιών μου (και φεύγω), φεύγω απογοητευμένος και οριστικά.
[α (όμμασι): λόγ. < δοτ. πληθ. του αρχ. ὄμμα· β (ομματιών): αρχ. ὀμμάτων, γεν. πληθ. του ὄμμα μεταπλ. κατά το ματιών]