Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όμβρος
1 εγγραφή
όμβρος ο [ómvros] Ο18 : (λόγ.) η βροχή.

[λόγ. < αρχ. ὄμβρος `νεροποντή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες