Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όλως
2 εγγραφές [1 - 2]
όλως [ólos] επίρρ. : (λόγ.) εντελώς, ολωσδιόλου: ~ τυχαίως / παραδόξως.

[λόγ. < αρχ. ὅλως]

ολωσδιόλου [olozδiólu] επίρρ. : σε καταφατική πρόταση επιτείνει τη μειωτική σημασία του όρου της πρότασης που ακολουθεί· εντελώς, τελείως: ~ ανίκανος / τεμπέλης / ηλίθιος. Είναι ~ εκτός κλίματος.

[λόγ. < μσν. φρ. όλως διόλου]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες