Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όλμος
1 εγγραφή
όλμος ο [ólmos] Ο18 : (στρατ.) α. είδος μικρού εμπροσθογεμούς πυροβόλου2 με πολύ κοντή κάννη, κατάλληλο για βολές πολύ καμπύλης τροχιάς· ολμοβόλο: Xειριστής / βολή / βλήμα όλμου. β. το βλήμα του όλμου: Εκρήξεις όλμων.

[λόγ. < αρχ. ὅλμος `στρογγυλή πέτρα, γουδί΄ σημδ. γαλλ. mortier `γουδί, όλμος΄, επειδή η κάννη του όλμου μοιάζει με γουδί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες