Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όλκιμος
1 εγγραφή
όλκιμος -η -ο [ólkimos] Ε5 : (φυσ., τεχν., για μέταλλο) που έχει την ιδιότη τα να παίρνει τη μορφή σύρματος ή νήματος με την κατάλληλη επεξεργασία· (πρβ. ελάσιμος, ελατός): Όλκιμα μέταλλα.

[λόγ. < αρχ. ὅλκιμος `που απλώνει εύκολα, παχύρρευστος΄ σημδ. γαλλ. ductile]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες