Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όγκος
1 εγγραφή
όγκος ο [óŋgos] Ο18 : 1. το τμήμα του χώρου που κατέχει κάθε υλικό σώ μα: Nτουλάπα ελαφριά αλλά δυσκίνητη λόγω του μεγάλου όγκου της. α. (φυσ., μαθημ.) φυσικό μέγεθος που μετρά το χώρο που καταλαμβάνει κά θε υλικό σώμα: Bασική μονάδα για τη μέτρηση του όγκου είναι το κυβι κό μέτρο. Ο ~ του κύβου / του κυλίνδρου / της πυραμίδας. || Aτομικός / μοριακός ~. β. κάθε υλικό σώμα που έχει όγκο, ιδίως μεγάλο: Ο ~ ενός κτιρίου / βουνού. Ορεινός ~. || (γεωλ.) για ενιαία μάζα πετρωμάτων. 2. ποσότητα, ιδίως μεγάλη, από κτ.: Όγκοι χωμάτων / νερού. Διαδήλωση μικρή σε όγκο αλλά πρωτοφανής σε ενθουσιασμό. Ο πρωθυπουργός μίλησε σε μια πρωτοφανή σε όγκο συγκέντρωση. Λογοτεχνικό έργο μεγά λο τόσο σε όγκο όσο και σε ποιότητα. || Ο (κύριος) ~, το μεγαλύτερο τμή μα. Ο ~ της παραγωγής / των εξαγωγών / των εισαγωγών μιας χώρας. 3. (ιατρ.) μάζα ιστών που δημιουργείται παθολογικά στο σώμα· (πρβ. νεόπλασμα): Kαλοήθης ~. Kακοήθης ~, καρκίνος. Εγχείρηση για αφαίρε ση όγκου. ογκίδιο το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 3.

[λόγ.: 1: αρχ. ὄγκος· 2: σημδ. γαλλ. masse· 3: σημδ. γαλλ. tumeur· λόγ. όγκ(ος) -ίδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες