Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωτο-
1 εγγραφή
ωτο- [oto] & ωτό- [otó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ωτ- [ot], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : το λόγιο ουσ. ους ως α' συνθετικό σε σύνθετες, συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο αυτί: ωταλγία, ωτίατρος, ~ασπίδα, ~λαβίδα, ωτόλιθος, ~μυκητίαση, ~πάθεια, ~σκόπηση· ~ρινολαρυγγολόγος· ~παθολογικός, ~ρινολαρυγγολογικός.

[λόγ. < αρχ. ὠτ(ο)- θ. ὠτ- του ουσ. οsς `αυτί΄ -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ὠτο-γλυφίς `αντικείμενο για καθάρισμα του αυτιού΄, ελνστ. ὠτ-αλγία & διεθ. oto- < αρχ. ὠτο-: ωτο-λογία < γαλλ. otologie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες