Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωτοασπίδα
1 εγγραφή
ωτοασπίδα η [otoaspíδa] & ωτασπίδα η [otaspíδa] Ο26 (συνήθ. πληθ.) : μικρή μάζα συνήθ. από εύπλαστη ύλη με την οποία φράζουμε τον εξωτερικό πόρο του αυτιού, για να μην ακούμε ενοχλητικούς θορύβους ή για να το προστατεύσουμε (π.χ. από το νερό): Ωτοασπίδες για τον ύπνο / για το κρύο / για το κολύμπι.

[λόγ. ωτο-, ωτ(ο)- + ασπίς > ασπίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες