Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωτο- [oto] & ωτό- [otó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ωτ- [ot], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : το λόγιο ουσ. ους ως α' συνθετικό σε σύνθετες, συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο αυτί: ωταλγία, ωτίατρος, ~ασπίδα, ~λαβίδα, ωτόλιθος, ~μυκητίαση, ~πάθεια, ~σκόπηση· ~ρινολαρυγγολόγος· ~παθολογικός, ~ρινολαρυγγολογικός.
[λόγ. < αρχ. ὠτ(ο)- θ. ὠτ- του ουσ. οsς `αυτί΄ -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ὠτο-γλυφίς `αντικείμενο για καθάρισμα του αυτιού΄, ελνστ. ὠτ-αλγία & διεθ. oto- < αρχ. ὠτο-: ωτο-λογία < γαλλ. otologie]
- ωτοασπίδα η [otoaspíδa] & ωτασπίδα η [otaspíδa] Ο26 (συνήθ. πληθ.) : μικρή μάζα συνήθ. από εύπλαστη ύλη με την οποία φράζουμε τον εξωτερικό πόρο του αυτιού, για να μην ακούμε ενοχλητικούς θορύβους ή για να το προστατεύσουμε (π.χ. από το νερό): Ωτοασπίδες για τον ύπνο / για το κρύο / για το κολύμπι.
[λόγ. ωτο-, ωτ(ο)- + ασπίς > ασπίδα]
- ωτοειδής -ής -ές [otoiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα του αυτιού.
[λόγ. < ελνστ. ὠτοειδής]
- ωτοκόπωση η [otokóposi] Ο33 : (ιατρ.) παροδική ελάττωση της ακουστικής ικανότητας.
[λόγ. ωτο- + κόπω(σις) -ση]
- ωτολογία η [otolojía] Ο25 : ειδικότητα της ιατρικής (της ωτορινολαρυγγολογίας) με αντικείμενο τη λειτουργία και τις παθήσεις του αυτιού.
[λόγ. < γαλλ. otologie < oto- = ωτο- + -logie = -λογία]
- ωτολογικός -ή -ό [otolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ωτολογία.
[λόγ. ωτολογ(ία) -ικός]
- ωτολόγος ο [otolóγos] Ο18 θηλ. ωτολόγος [otolóγos] Ο35 : ο γιατρός (ωτορινολαρυγγολόγος) ο ειδικός στην ωτολογία.
[λόγ. ωτο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ωτορινολαρυγγολογία η [otorinolariŋgolojía] Ο25 : κλάδος και ειδικότητα της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των αυτιών και της ρινικής και λαρυγγικής κοιλότητας: Ειδικότητα / έδρα / εγχειρίδιο ωτορινολαρυγγολογίας.
[λόγ. < γαλλ. oto-rhino-laryngologie < oto- = ωτο- + αρχ. ῥιν- (ῥίς) `μύτη΄ -ο- + laryngo- = λαρυγγο- + -logie = -λογία]
- ωτορινολαρυγγολογικός -ή -ό [otorinolariŋgolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ωτορινολαρυγγολογία: Ωτορινολαρυγγολογική κλινική / εξέτα ση. Ωτορινολαρυγγολογικά νοσήματα.
[λόγ. ωτορινολαρυγγολογ(ία) -ικός]
- ωτορινολαρυγγολόγος ο [otorinolariŋgolóγos] Ο18 θηλ. ωτορινολαρυγγολόγος [otorinolariŋgolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην ωτορινολαρυγγολογία: Πηγαίνω στον ωτορινολαρυγγολόγο.
[λόγ. < γαλλ. oto-rhino-laryngologiste < oto-rhino-laryngo(logie) = ωτορινολαρυγ γο(λογία) -logiste = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]