Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωσμωτικός
1 εγγραφή
ωσμωτικός -ή -ό [ozmotikós] Ε1 : (φυσ.) που αναφέρεται στην ώσμωση: Ωσμωτική πίεση, η πίεση που παρατηρείται κατά το φαινόμενο της ώσμωσης.

[λόγ. < γαλλ. osmotique < osmo(se) = ώσμω(σις) -tique = -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες