Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωσαννά
1 εγγραφή
ωσαννά [osaná] επιφ. : (εκκλ.) για να υμνηθεί ο Θεός: ~ ο εν τοις υψίστοις, «Δόξα ο εν τοις υψίστοις». || ύμνοι που αρχίζουν με το “ωσαννά”, που δοξάζουν το μεγαλείο του Θεού.

[λόγ. < ελνστ. ὡσαννά < εβρ. hōshīāh nnā `σώσε τώρα, δεόμαστε΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες