Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωραιο- [oreo] & ωραιό- [oreó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στην ιδιότητα του ωραίου, του όμορφου: ~πρόσωπος, ωραιόσωμος. || ~ποιώ· ~ποίηση. 2. στην έννοια του ωραίου, της ομορφιάς: ~πάθεια· ~παθής. 3. στο ωραίο φύλο, στο γυναικείο φύλο: ωραιόκοσμος.
[λόγ. < ελνστ. ὡραιο- θ. του αρχ. επιθ. ὡραῖο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ὡραιό-φθαλμος]