Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωρέ [oré] επιφ. : (λαϊκότρ.) 1. με κλητική πτώση, προσφώνηση· μωρέ, βρε: Tι κάνετε ~ εσείς εκεί κάτω; Για ελάτε ~ (εσείς) εδώ! Εγέρασα, ~ παιδιά. 2. για οργή, αγανάκτηση κτλ.: Γιατί ~ αργήσατε;
[κλητ. του επιθ. μωρός ίσως από φρ. ε-μωρέ και ανασυλλ. εμ-ωρέ]