Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωράριο
1 εγγραφή
ωράριο το [orário] Ο40 : οι καθορισμένες ώρες λειτουργίας ή εργασίας: Συνεχές / διακεκομμένο / θερινό / χειμερινό ~. ~ (λειτουργίας) καταστημάτων / γραφείων / δημοσίων υπηρεσιών / τραπεζών. ~ (εργασίας) των δημόσιων υπαλλήλων.

[λόγ. < γαλλ. horaire κατά τη μορφή του μσνλατ. προδρόμου horari(um) `που αναφέρεται στις ώρες της λειτουργίας΄ -ον (< λατ. hora < ελνστ. ὥρα) (διαφ. το μσν. ωράριον `μαντίλι΄ < λατ. orarium)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες