Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωο- [oo] & ωό- [oó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ω- [o], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : το λόγιο ουσ. ωό ως α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως λόγια ή επιστημονικά ονόματα. 1. με αναφορά στο αυγό: ~κέλυφος· ~ζωοτοκία, ~τόκος. 2. με αναφορά στο ωάριο των θηλυκών και ειδικότερα της γυναίκας: ωαγωγός, ~θήκη, ~θυλάκιο, ωόκεντρο, ~κύτταρο, ~ρρηξία.
[λόγ. < αρχ. ὠ(ο)- θ. του ουσ. ὠό(ν) > αυγό ως α' συνθ.: αρχ. ὠο-ειδής, ὠο-τόκος & διεθ. oo- < αρχ. ὠο-: ωο-θήκη < γαλλ. oothèque & μτφρδ.: ωο-κύτταρο < γαλλ. ovocyte]