Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωμόπλινθος
1 εγγραφή
ωμόπλινθος η [omóplinθos] Ο36 : (λόγ.) πλιθί, ωμή πλίνθος.

[λόγ. ωμο- 1 + πλίνθος μτφρδ. γαλλ. brique crue]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες