Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωμίτης
1 εγγραφή
ωμίτης ο [omítis] Ο10 : κομμάτι από ύφασμα που είναι ραμμένο στο μέρος του ρούχου που σκεπάζει τους ώμους: Φόρεμα / μπλούζα / πουκάμισο με ωμίτη.

[ώμ(ος) -ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες