Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωμίτης ο [omítis] Ο10 : κομμάτι από ύφασμα που είναι ραμμένο στο μέρος του ρούχου που σκεπάζει τους ώμους: Φόρεμα / μπλούζα / πουκάμισο με ωμίτη.
[ώμ(ος) -ίτης]