Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωμ
14 εγγραφές [1 - 10]
ωμ το [óm] Ο (άκλ.) : (φυσ.) μονάδα για τη μέτρηση της αντίστασης ηλεκτρικού αγωγού, που ισούται με την αντίσταση αγωγού από τον οποίο διέρχεται ρεύμα εντάσεως ενός αμπέρ με την εφαρμογή διαφοράς δυναμικού ενός βολτ.

[λόγ. < γερμ. ανθρωπων. G. Οhm (όν. Γερμανού φυσικού)]

ωμέγα το [oméγa] Ο (άκλ.) : ονομασία του εικοστού τέταρτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Ω, ω): Kεφαλαίο / μικρό ~. ΦΡ το άλφα* και το ~.

[λόγ. < μσν. t μέγα (σε αντίθεση προς το ὄ μικρόν, από τη διαφ. του σχήματος: σύγχυση προφοράς και γραφής), αρχ. ονομασία: τό t· (δες και Ω)]

ωμίτης ο [omítis] Ο10 : κομμάτι από ύφασμα που είναι ραμμένο στο μέρος του ρούχου που σκεπάζει τους ώμους: Φόρεμα / μπλούζα / πουκάμισο με ωμίτη.

[ώμ(ος) -ίτης]

ωμο- 1 [omo] & ωμό- [omó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει αναφορά σε κτ. που είναι ωμό, όχι ψημένο ή μαγειρεμένο: ~φάγος, ~φαγία. 2. δηλώνει αναφορά στον όχι ψημένο πηλό: ωμόπλινθος, ~πλινθοδομή.

[λόγ. < αρχ. ὠμο- θ. του επιθ. ὠμό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὠμο-φάγος & μτφρδ.: ωμό-πλινθος < γαλλ. brique crue]

ωμο- 2 : α' συνθετικό σε σύνθετα λόγια ή επιστημονικά ονόματα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στον ώμο, αφορά τον ώμο: (ανατ.) ~πλάτη· ~πλατιαίος. (εκκλ.) ~φόριο.

[λόγ. < αρχ. ὠμο- θ. του ουσ. tμο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὠμο-πλάτη]

ωμόμετρο το [omómetro] Ο40 : (τεχν.) όργανο για τη μέτρηση της αντίστασης ηλεκτρικού αγωγού σε ωμ.

[λόγ. ωμ -ο- + -μετρον μτφρδ. γερμ. Οhmmeter (-meter = -μετρο)]

ωμοπλάτη η [omopláti] Ο30 : το καθένα από τα δύο πλατιά λεπτά τριγωνικά οστά που βρίσκονται στο επάνω μέρος του σκελετού και πίσω από το θώρακα: Aριστερή / δεξιά ~. || το αντίστοιχο μέρος του σώματος: Έχω έναν πόνο στην ~.

[λόγ. < αρχ. ὠμοπλάτη]

ωμοπλινθοδομή η [omoplinθoδomí] Ο29 : (λόγ.) πλινθόκτιστη κατασκευή (τοίχος κτλ.).

[λόγ. ωμόπλινθ(ος) -ο- + δομή κατά το πλινθοδομή]

ωμόπλινθος η [omóplinθos] Ο36 : (λόγ.) πλιθί, ωμή πλίνθος.

[λόγ. ωμο- 1 + πλίνθος μτφρδ. γαλλ. brique crue]

ώμος ο [ómos] Ο18 : α. το μέρος του σώματος από τη βάση του λαιμού ως την άνω άρθρωση του βραχίονα: Δεξιός / αριστερός ~. Kρέμασε την τσάντα στον ώμο της. Aκούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Tα πλούσια μαλλιά της σκέπαζαν τους ώμους της. Tι με νοιάζει; είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους του με αδιαφορία. Παίρνω / φορτώνομαι / κουβαλώ κτ. στους ώμους μου. Σηκώνω* τους ώμους μου και ως έκφραση. || Mου βγή κε ο ~, λύθηκε η άνω άρθρωση του βραχίονά μου. || (μτφ.): Οι ώμοι των εργαζομένων δεν αντέχουν άλλους φόρους. (έκφρ.) χτυπούν οι φτέρνες* του στους ώμους. ΦΡ πήρε τα πόδια του στον ώμο, έφυγε τρέχοντας πολύ γρήγορα (συνήθ. για να αποφύγει κτ. κακό, από φόβο ή τρόμο). || (στρατ.) επ΄ ώμου, παράγγελμα για να τοποθετήσει ο οπλίτης το όπλο στον αριστερό του ώμο καθώς και η συγκεκριμένη θέση και ως ΦΡ τα παίρνω (όλα) επ΄ ώμου, φορτώνομαι με πολλές ευθύνες. β. το μέρος ενδύματος που αντιστοιχεί στον ώμο: Σακάκι λερωμένο στον ώμο.

[αρχ. tμος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες