Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψόφιος
1 εγγραφή
ψόφιος -α -ο [psófxos] Ε4 : 1.(για ζώο) που δε ζει, που έχει πεθάνει· (πρβ. νεκρός, πεθαμένος): Ψόφιο σκυλί. 2. (μτφ., προφ., για πρόσ.) α. που βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους σωματικής αδυναμίας· (πρβ. πτώμα, πεθαμένος): Είμαι ~ από κούραση. ΦΡ κάνω τον ψόφιο (κοριό), προσποιούμαι ότι δεν αντιλαμβάνομαι κτ. που λέγεται και με αφορά. β. που δεν έχει ζωντάνια, ζωηρότητα· (πρβ. ψοφίμι): Άντε! κάντε πιο γρήγορα· σαν πολύ ψόφιους σας βλέπω σήμερα. γ. (προφ.) Είμαι ~ για κτ., έχω άκρατη επιθυμία για κτ.· ψοφάω: Είναι ~ για ζήτω / κουβέντα / καβγά.

[ψοφ(ώ) -ιος κατά το σχ. ρ. - επίθ. -ιος: ορθώ - όρθιος, πλουτώ - πλούσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες