Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχρόφιλος
1 εγγραφή
ψυχρόφιλος -η -ο [psixrófilos] Ε5 : (για ζώα ή φυτά) που ζει ή που ευδοκι μεί σε ψυχρό περιβάλλον.

[λόγ. < διεθ. psychro- = ψυχρο- + -phile = -φιλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες