Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχρολουσία
1 εγγραφή
ψυχρολουσία η [psixrolusía] Ο25 : πλήρης απογοήτευση, αποκαρδίωση, εξαιτίας μιας μη αναμενόμενης αποτυχίας, διάψευσης προσδοκίας κτλ.: Ύστερα από την ~ στις δημοτικές εκλογές, το κυβερνητικό κόμμα πρέπει να προσπαθήσει να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού.

[λόγ. < αρχ. ψυχρολουσία `κρύο μπάνιο΄ σημδ. γαλλ. douche]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες