Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψυχοφθόρος -α -ο [psixofθóros] Ε4 : που διαφθείρει την ηθική συνείδηση του ατόμου. ANT ψυχωφελής: Ψυχοφθόρα επίδραση. Ψυχοφθόρα και πνευματοκτόνα έντυπα.
[λόγ. < ελνστ. ψυχοφθόρος]