Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχοφθόρος
1 εγγραφή
ψυχοφθόρος -α -ο [psixofθóros] Ε4 : που διαφθείρει την ηθική συνείδηση του ατόμου. ANT ψυχωφελής: Ψυχοφθόρα επίδραση. Ψυχοφθόρα και πνευματοκτόνα έντυπα.

[λόγ. < ελνστ. ψυχοφθόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες