Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχοφάρμακο
1 εγγραφή
ψυχοφάρμακο το [psixofármako] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : για φαρμακευτικές ουσίες που δρουν στον ψυχισμό ως διεγερτικά, ή κατασταλτικά, ή που προκαλούν ψυχικές διαταραχές.

[λόγ. ψυχο- 2 + φάρμακον κατά το αγγλ. psychopharmacology < psycho- = ψυχο- 2 + pharmacology = φαρμακολογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες