Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψυχομετρικός -ή -ό [psixometrikós] Ε1 : (ψυχ.) που ανήκει ή που αναφέ ρεται στην ψυχομετρία, που σχετίζεται με αυτή: Ψυχομετρικές μέθοδοι.
[λόγ. < γαλλ. psychométrique < psychométr(ie) = ψυχομετρ(ία) -ique = -ικός]