Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψυχασθενής -ής -ές [psixasθenís] Ε10 : (ψυχιατρ.) που πάσχει από ψυχασθένεια· ψυχασθενικός· (πρβ. τρελός): Ψυχασθενή άτομα. || (ως ουσ.).
[λόγ. ψυχ(ασθένεια) + ασθενής μτφρδ. γαλλ. psychasthénique]