Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψυχασθένεια η [psixasθénia] Ο27 : (ψυχιατρ.) νευρωτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μόνιμη κατάθλιψη, άγχος και φοβίες και οφείλεται σε διαταραχές των διάφορων ψυχικών λειτουργιών (προσοχή, μνήμη, βούληση): Σε μερικές βαριές ψυχασθένειες, όπως στις νευρώσεις και στην υστερία, παρατηρούνται και σωματικές αλλοιώσεις. Xρόνια ~.
[λόγ. < γαλλ. psychasthénie < psych(o)- = ψυχ(ο)- 2 + αρχ. ἀσθένεια]