Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψοφώ
1 εγγραφή
ψοφώ [psofó] & -άω Ρ10.1α : 1α.(για ζώα) πεθαίνω: Ψόφησε το άλογο / το πουλί / το ψάρι. Mας ψόφησε το καναρίνι. Όσα πρόβατα δεν είχαν ψοφήσει ακόμα, πρόλαβε και τα ΄σφαξε για να τα πουλήσει. ΦΡ τι έχουν τα έρμα* και ψοφάν; β. κάνω ένα ζώο να πεθάνει: Θα το ψοφήσεις το κακόμοιρο το σκυλί έτσι που το βασανίζεις. 2. (για άνθρ.) α. (για έκφρ. περι φρόνησης και αηδίας από μέρους του ομιλητή) πεθαίνω: Επιτέλους! ψόφη σε ο αχρείος και γλίτωσε ο κόσμος από την τυραννία του. β. (μτφ., προφ.) υποφέρω πάρα πολύ, έχω φτάσει στο έσχατο όριο αντοχής: Ψοφάω από την πείνα / τη δίψα / το κρύο / τους πόνους. Ψόφησα από την κούραση. Ψοφήσαμε στη δουλειά. || κάνω κπ. να υποφέρει πολύ: Mας ψόφησε στη δουλειά. Mας ψόφησε με την πολυλογία της. γ. (μτφ., προφ.) έχω άκρατη επιθυμία για κτ., μου αρέσει κτ. πάρα πολύ· είμαι ψόφιος για κτ., τρελαίνομαι, πεθαίνω: Ψοφάει για κουβέντα / για καβγάδες / για ζήτω.

[αρχ. ψοφῶ `κάνω κρότο΄, ελνστ. σημ.: `πεθαίνω (για ζώο)΄, από τον κρότο που κάνει ένα ζωντανό καθώς πέφτει πεθαίνοντας, μσν. και για άνθρωπο (σύγκρ. λατ. crepare `κάνω κρότο΄, υστλατ. σημ.: `σκάω με κρότο΄ > ιταλ. crepare, γαλλ. crever `σκάω, ψοφάω΄ (ίσως από ελλην. επίδρ.))]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες