Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψιττακός
1 εγγραφή
ψιττακός ο [psitakós] Ο17 : (λόγ.) ο παπαγάλος.

[λόγ. < ελνστ. ψιττακός, αρχ. ψιττάκη ἡ (ανατολ. προέλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες