Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψιλόβροχο
1 εγγραφή
ψιλόβροχο το [psilóvroxo] Ο41 : (οικ.) ψιλή και αραιή βροχή· ψιχάλισμα.

[ψιλο- + βροχ(ή) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες