Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψιλοαλεσμένος -η -ο [psiloalezménos] & ψιλαλεσμένος -η -ο [psilalezmé nos] Ε3 : που τον έχουν αλέσει σε πολύ μικρούς κόκκους: Ψιλοαλεσμένο αλεύρι.
[ψιλο-, ψιλ(ο)- + αλεσμένος μππ. του αλέθω]