Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψιλοαλεσμένος
1 εγγραφή
ψιλοαλεσμένος -η -ο [psiloalezménos] & ψιλαλεσμένος -η -ο [psilalezmé nos] Ε3 : που τον έχουν αλέσει σε πολύ μικρούς κόκκους: Ψιλοαλεσμένο αλεύρι.

[ψιλο-, ψιλ(ο)- + αλεσμένος μππ. του αλέθω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες