Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψιλο
16 εγγραφές [1 - 10]
ψιλο- [psilo] & ψιλό- [psiló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. (σε σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει πολύ λεπτό, με μικρό πάχος αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· λεπτο-. ANT χοντρο-: ψιλόπετσος, ψιλόφλουδος. 2. για τέχνη και γενικά εργασία λεπτή, δύσκολη που συνεπάγεται ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια· λεπτο-. ANT χοντρο-: ~δουλειά· ~δουλεμένος, ~καμωμένος. 3. (σε σύνθετα ρήματα) για να δηλώσει ότι γίνεται σιγά σιγά, με αργό ρυθμό η ενέργεια που εκφράζει το β' συνθετικό· σιγο-: ~βρέχει, ~μουρμουρίζω, ~τραγουδώ. 4. με υποκοριστική λειτουργία δηλώνει ότι: α. (σε σύνθετα ουσιαστικά) είναι μικρό, ασήμαντο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· μικρο-: ~απορία, ~διόρθωμα, ~ερώτημα, ~ζημιά, ~καβγάς. β. (σε σύνθετα ρήματα) γίνεται, ισχύει σε μικρό βαθμό, λίγο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~δουλεύω· ~κρυωμένος. 5. επιτατικά για επανάληψη της ενέργειας του ρήματος του β' συνθετικού: ~εξετάζω, ~ρωτώ. || για συχνή επανάληψη της ενέργειας του ρήματος που υπάρχει ως β' συνθετικό με αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών μικρών κομματιών ή κόκκων: ~κόβω, ~κοπανίζω· ~κομμένος, ~κοπανισμένος.

[θ. του επιθ. ψιλ(ός) -ο-]

ψιλοαλεσμένος -η -ο [psiloalezménos] & ψιλαλεσμένος -η -ο [psilalezmé nos] Ε3 : που τον έχουν αλέσει σε πολύ μικρούς κόκκους: Ψιλοαλεσμένο αλεύρι.

[ψιλο-, ψιλ(ο)- + αλεσμένος μππ. του αλέθω]

ψιλοβρέχει [psilovréxi] Ρ αόρ. ψιλόβρεξε, απαρέμφ. ψιλοβρέξει : πέφτει ψιλή βροχή (ψιχαλίζει) ή απλώς λίγη και κατά αραιά διαστήματα: ~ όλη την ημέρα.

[ψιλο- + βρέχει]

ψιλόβροχο το [psilóvroxo] Ο41 : (οικ.) ψιλή και αραιή βροχή· ψιχάλισμα.

[ψιλο- + βροχ(ή) -ο]

ψιλοδουλειά η [psiloδulá] Ο24 : 1.χειρωνακτική εργασία, έργο που απαιτεί ιδιαίτερη επιδεξιότητα και προσοχή στις μικρές λεπτομέρειες· λεπτοδουλειά: Έχει πολλή ~ (ένα κέντημα, κόσμημα κτλ.). 2. δουλειά, έργο που απαιτεί λίγο χρόνο και προσπάθεια: Όπου να ΄ναι τελειώνουμε· κάτι ψιλοδουλειές μείνανε.

[ψιλο- + δουλειά]

ψιλοδουλεμένος -η -ο [psiloδuleménos] Ε3 : που η κατασκευή ή η επεξεργασία του απαίτησε ιδιαίτερη επιδεξιότητα και προσοχή σε λεπτομέρειες.

[ψιλο- + δουλεμένος μππ. του δουλεύω]

ψιλοκόβω [psilokóvo] -ομαι Ρ αόρ. ψιλόκοψα, απαρέμφ. ψιλοκόψει, παθ. αόρ. ψιλοκόπηκα, απαρέμφ. ψιλοκοπεί, μππ. ψιλοκομμένος : α.κόβω σε πολύ λεπτά ή μικρά κομμάτια. β. (συνήθ. στη μππ.) που τον έχουν κόψει σε πολύ λεπτά ή μικρά κομμάτια: Ψιλοκομμένος καφές / καπνός. Ψιλοκομμένη σαλάτα. Ψιλοκομμένο λάχανο / κρεμμύδι. Πατσάς ψιλοκομμένος. ΦΡ (λαϊκ.) τουμπεκί* ψιλοκομμένο.

[ψιλο- + κόβω]

ψιλοκοπανισμένος -η -ο [psilokopanizménos] Ε3 : που τον έχουν κοπανίσει, που τον έχουν μετατρέψει σε πολύ μικρά κομμάτια, συνήθ. μέσα σε γουδί: Mέσα στους κουραμπιέδες βάζουμε και ψιλοκοπανισμένα αμύγδαλα.

[ψιλο- + κοπανισμένος μππ. του κοπανίζω]

ψιλοκοσκινίζω [psilokoskinízo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ2.1 : 1.κοσκινίζω κτ. με πολύ λεπτό κόσκινο: Ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι. 2. (μτφ.) ελέγχω, εξετάζω κτ. (μια κατάσταση, υπόθεση, λόγο κτλ.) ως τις πιο μικρές και ασήμαντες λεπτομέρειές του με υπερβολική σχολαστικότητα· ψιλολογώ: Mην ψιλοκοσκινίζεις τις καταστάσεις.

[ψιλο- + κοσκινίζω]

ψιλοκοσκίνισμα το [psilokoskínizma] Ο49 : η ενέργεια του ψιλοκοσκινίζω, συνήθ. μτφ., για λεπτομερή και σχολαστική εξέταση πράγματος, κατάστασης, υπόθεσης, λόγου κτλ.

[ψιλοκοσκινισ- (ψιλοκοσκινίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες