Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψηφίδωμα
1 εγγραφή
ψηφίδωμα το [psifíδoma] Ο49 : ψηφιδωτή εικόνα, παράσταση κτλ.· ψηφιδωτό.

[λόγ. ψηφιδ- (δες ψηφίδα) -ωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες