Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψηφίδα
1 εγγραφή
ψηφίδα η [psifíδa] Ο26 : μικρό πετραδάκι για την κατασκευή ψηφιδωτού: Εκτός από λίγες αποκολλημένες ψηφίδες, η παράσταση διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση.

[λόγ. < αρχ. ψηφίς, αιτ. -ίδα `μικρό βότσαλο΄ υποκορ. του ψῆφος (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες