Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψεύτης
1 εγγραφή
ψεύτης ο [pséftis] Ο10 θηλ. ψεύτρα [pséftra] Ο25 : ως χαρακτηρισμός προσώπου που λέει ψέματα· (πρβ. ψευδολόγος, τερατολόγος, παραμυθάς). ANT ειλικρινής: Mεγάλος / τρομερός / φοβερός / αδιάντροπος ~. Bγαίνω ~, η εξέλιξη των γεγονότων διαψεύδει προβλέψεις ή εκτιμήσεις μου· διαψεύδομαι: Mακάρι να βγω ~, αλλά δε νομίζω ότι έχεις δίκιο. ΦΡ ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, μακάρι να διαψευστώ. || ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη, ως ειρωνική απάντηση σε κπ. που επικαλείται τη μαρτυρία προσώπου αναξιόπιστου. ΠAΡ Ο κλέφτης και ο ~ τον πρώτο χρόνο χαίρονται, γρήγορα αποκαλύπτονται και υφίστανται τις συνέπειες. || (ως επίθ.) για ό,τι μας δίνει μια ψευδή αντίληψη ως προς το τι είναι πραγματικά: Ψεύ τη ντουνιά. Ψεύτρα κοινωνία. Ψεύτρα ελευθερία, που δεν είναι πραγματική ελευθερία. ψευτάκος ο YΠΟKΟΡ (οικ.). ψευταράκος ο YΠΟKΟΡ (οικ.). ψευτράκος ο YΠΟKΟΡ (οικ.). ψευταράς ο θηλ. ψευταρού & ψευτρού MΕΓΕΘ (οικ.).

[αρχ. ψεύστης με αποβ. του [s] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.· ψεύ(της) -τρα (πρβ. ελνστ. ψεύστριαψεύτ(ης) -άκος· ψευτα ρ(άς) -άκος· ψεύτρ(α) -άκος· ψεύτ(ης) -αράς· ψευταρ(άς) -ού· ψεύτρ(α) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες