Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψευδώνυμο
2 εγγραφές [1 - 2]
ψευδώνυμο το [psevδónimo] Ο41 : το πλαστό όνομα με το οποίο εμφανίζεται κάποιος (συγγραφέας, καλλιτέχνης, επαναστάτης κτλ.), όταν θέλει να κρύψει την πραγματική του ταυτότητα: Kαλλιτεχνικό / λογοτεχνικό / φιλολογικό / επαναστατικό / συνωμοτικό ~. Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με ~. Ποιος κρύβεται πίσω από το ~ «Εύβουλος»; Tο «Οδυσσέας Ελύτης» είναι ~ του Οδυσσέα Aλεπουδέλη.

[λόγ. < γαλλ. pseudonyme < αρχ. επίθ. ψευδώνυμος]

ψευδώνυμος -η -ο [psevδónimos] Ε5 : α.για κείμενο που ο συντάκτης του το υπογράφει με ψευδώνυμο: Ψευδώνυμο άρθρο. ~ λίβελος. β. για συντάκτη κειμένου που υπογράφει με ψευδώνυμο: Ο ~ αρθρογράφος της εφημερίδας σας. ψευδώνυμα ΕΠIΡΡ με ψευδώνυμο: Δεν απαντώ σε κατηγορίες που διατυπώνονται ~.

[λόγ. < αρχ. ψευδώνυμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες