Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψευδοπάτωμα το [psevδopátoma] & ψευτοπάτωμα το [pseftopátoma] Ο49 : ξύλινο πάτωμα από σανίδες επάνω σε καδρόνια, στο οποίο εν συνεχεία καρφώνεται το κυρίως πάτωμα· μεταξύ των σανίδων που αποτελούν το ψευδοπάτωμα αφήνεται κενό λίγων εκατοστών.
[λόγ. ψευδο- + πάτωμα μτφρδ. γαλλ. faux plancher· προσαρμ. στη δημοτ. κατά την αντιστοιχία ψευδο- = ψευτο-]