Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψευδομάρτυρας
1 εγγραφή
ψευδομάρτυρας ο [psevδomártiras] Ο5 : αυτός που δίνει ψευδή μαρτυρία, που ψευδομαρτυρεί (σε δικαστική, ανακριτική κτλ. αρχή): Πληρωμένοι ψευδομάρτυρες.

[λόγ. < αρχ. ψευδομάρτυς, αιτ. -υρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες