Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψευδολογώ
1 εγγραφή
ψευδολογώ [psevδoloγó] Ρ10.9α : λέω σειρά από ψεύδη· ψεύδομαι: Ψευδολογούν ασύστολα.

[λόγ. < αρχ. ψευδολογῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες