Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψευδαισθησιογόνος -α / -ος -ο [psevδesθisioγónos] Ε14 : που προκαλεί, που δημιουργεί ψευδαισθήσεις: Ψευδαισθησιογόνες ουσίες. || (ως ουσ., συνήθ. πληθ.) τα ψευδαισθησιογόνα, φαρμακευτικά σκευάσματα, ουσίες που προκαλούν ψευδαισθήσεις στους χρήστες.
[λόγ. ψευδαίσθησι(ς) -ο- + -γόνος κατά το παραισθησιογόνος]