Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψελλός
1 εγγραφή
ψελλός -ή -ό [pselós] Ε1 : (λόγ.) που δυσκολεύεται στην άρθρωση λέξεων, που ψελλίζει φθόγγους ή λέξεις· ψευδός.

[λόγ. < αρχ. ψελλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες