Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψειρίζω
1 εγγραφή
ψειρίζω [psirízo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ2.1 : 1.καθαρίζω κπ. ή κτ. από ψείρες, ψάχνοντας και καταστρέφοντάς τες μία μία· ξεψειρίζω, ξεψειριάζω: ~ το κεφάλι μου. || (παθ.) καθαρίζω το σώμα μου από ψείρες. 2. (μτφ.) εξετάζω κτ. ως τις πιο μικρές και ασήμαντες λεπτομέρειές του, με υπερβολική σχολαστικότητα και επιμονή: Tι τα θες και τα ψειρίζεις τα πράγματα; πάρε μιαν απόφαση να τελειώνουμε. 3. (λαϊκ.) κλέβω, συνήθ. για κτ. που το θύμα της κλοπής το φοράει ή το έχει επάνω του: Xαμπάρι δεν πήρα πότε μου ψείρισαν το ρολόι!

[ελνστ. φθειρίζω (αρχ. φθειρίζομαι) και τροπή [fθ > ps] κατά το φθείρα > ψείρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες