Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαχουλεύω
1 εγγραφή
ψαχουλεύω [psaxulévo] -ομαι Ρ5.2 : (προφ.) ανασκαλεύω κάπου με τα χέρια μου, συνήθ. για να βρω κτ.: Ψαχούλεψε τις τσέπες του. Tι ψαχουλεύεις εκεί; Mην ψαχουλεύεις στα συρτάρια μου. || (παθ.) ψάχνω να βρω κτ. επάνω μου: Tι ψαχουλεύεσαι τόση ώρα; || Όλο ψαχουλεύεται και τρέχει στους γιατρούς.

[συμφυρ. ψάχ(ω) -ο- + χαλεύω > *ψαχοχαλεύω > *ψαχαλεύω (απλολ. [xoxa > xa] ) και τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [x] και του [l], ψάχω: παράλληλος τ. του ψάχνω (ψαύω > ψαξ- και μεταπλ. κατά το σχ.: βρεξ- (έβρεξα) - βρέχω), χαλεύω `ψάχνω΄ < αρχ. (δωρ. διάλ.) *χαλεύω `πλέκω΄ (αττ. χηλεύω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες