Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαρονέφρι
1 εγγραφή
ψαρονέφρι το [psaronéfri] Ο44 : εκλεκτό μέρος σφαγίου (συνήθ. χοιρινού) από την οσφυϊκή χώρα.

[αρχ. ψύα `μύες των νεφρών΄ > υποκορ. ψυάρ(ιον) -ο- + νεφρ(ός) -ι με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. ψιαθίον > ψαθί, διακόσιοι > διακόσοι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες