Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψαροκόκαλο το [psarokókalo] Ο41 : 1.κόκαλο από ψάρι. 2. για κτ. του οποίου το σχήμα ή η διάταξη μοιάζει με σκελετό ψαριού. α. είδος βελονιάς. β. σχέδιο ύφανσης ή υφάσματος. γ. τρόπος στρώσης ξύλινου δαπέδου.
[μσν.(;) ψαροκόκαλον < ψαρο- 1 + κόκαλον]