Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαμμίτης
1 εγγραφή
ψαμμίτης ο [psamítis] Ο10 : (γεωλ.) ιζηματογενές πέτρωμα από κόκκους άμμου συγκολλημένους με ορυκτή ύλη· ψαμμόλιθος1: Aργιλικός / ασβεστολιθικός / σιδηρούχος ~.

[λόγ. < γαλλ. psammite < αρχ. ψάμμ(ος) -ite = -ίτης (πρβ. ελνστ. ψαμμίτης `από άμμο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες