Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψίχουλο
1 εγγραφή
ψίχουλο το [psíxulo] Ο41 : α.το ελαχιστότατα μικρό κομμάτι από τριμμένο ψωμί: Mαζεύω τα ψίχουλα από το τραπέζι. Πρόσεχε· μη ρίχνεις ψίχουλα κάτω. β. (μτφ., πληθ.) για ό,τι δίνεται, προσφέρεται κτλ. σε ελαχιστότατη ποσότητα· (πρβ. ψιχίο): Λίγα ψίχουλα αγάπης σού γυρεύω. Tου ΄δωσε κάτι ψίχουλα από τα κέρδη, ίσα ίσα για να τον ξεγελάσει.

[μσν. ψίχουλον < ίσως ψίχαλον ( [a > u] από επίδρ. του υπερ. [x] και του [l] ;) < αρχ. ψιχ- (δες ψίχα) -αλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες