Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψίχα
4 εγγραφές [1 - 4]
ψίχα η [psíxa] Ο25α : 1α.το εσωτερικό μέρος ψημένου ψωμιού, που είναι και το μαλακότερο, σε αντιδιαστολή προς την εξωτερική επιφάνειά του, την κόρα, που είναι περισσότερο ψημένη. β. (πληθ.) ψίχουλα: Γέμισες ψίχες. 2. (προφ.) το εσωτερικό μέρος (ενδοκάρπιο) καρπών με ξυλώδες περίβλημα ή σπερμάτων, αυτό που συνήθ. τρώγεται: H ~ του αμύγδαλου / του καρυδιού / του σιταριού. 3. (μτφ.) α. (οικ.) για πολύ μικρή ποσότητα: Δώσε μου μια ~ γλυκό να δοκιμάσω. β. (ως επίρρ., λαϊκότρ.) λίγο: Πες μου ότι μ΄ αγαπάς ~.

[μσν. ψίχα < αρχ. ψίξ ἡ, αιτ. ψῖχα]

ψιχάλα η [psixála] Ο25α : σταγόνα βροχής: Ψιλές / χοντρές ψιχάλες.

[μσν. *ψιχάλα (πρβ. μσν. ψιχαλίζει) συμφυρ. ψεκάδα < αρχ. ψεκάς, αιτ. -άδα + ψίχαλο `ψίχουλο΄ < αρχ. ψιχ- (δες ψίχα) -αλο]

ψιχαλίζει [psixalízi] Ρ2.1α : πέφτει ψιλή και αραιή (σε σταγόνες) βροχή· (πρβ. ψιλοβρέχει): Άρχισε να ~. Ψιχάλιζε όλη την ημέρα.

[μσν. ψιχαλίζει < ψιχάλ(α) -ίζει]

ψιχάλισμα το [psixálizma] Ο49 : η ψιλή και αραιή (σε σταγόνες) βροχή: Είχε αρχίσει πάλι εκείνο το μονότονο και εκνευριστικό ~.

[ψιχαλισ- (ψιχαλίζει) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες