Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψέκτης
1 εγγραφή
ψέκτης ο [pséktis] Ο10 : (λόγ.) αυτός που κατηγορεί, που επικρίνει· επικριτής.

[λόγ. < αρχ. ψέκτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες