Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψάθα
3 εγγραφές [1 - 3]
ψάθα η [psáθa] Ο25α : 1.ποώδες, πολυετές και ελοχαρές φυτό με μακρύ και εύκαμπτο στέλεχος· τύφη. 2. το μακρύ, λεπτό και εύκαμπτο στέλεχος του παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ποικίλων αντικειμένων. 3. πλέγμα από ψάθα: Mια παλιά ξύλινη καρέκλα με φθαρμέ νη ~. 4. αντικείμενο κατασκευασμένο από πλέγμα ψάθας. α. καπέλο με φαρδύ γύρο· (πρβ. ψαθάκι). β. πρόχειρο κάλυμμα δαπέδου. ΦΡ στην ~, σε κατάσταση έσχατης ένδειας, μεγάλης φτώχειας και χωρίς βοήθεια ή συμπαράσταση από άλλους: Πέθανε στην ~, πάμφτωχος και εγκαταλειμμέ νος από όλους. Έμεινε στην ~, κατάντησε πάμφτωχος και μόνος. γ. πολύ λεπτό ψάθινο στρώμα για την άμμο, που χρησιμοποιείται συνήθ. από τους λουόμενους: Πάρε και τις ψάθες μαζί σου για να κάνουμε ηλιοθεραπεία. 5. (ναυτ.) είδος τραπεζοειδούς ιστίου.

[μσν. ψάθα < ψαθ(ί) μεγεθ. ]

ψαθάκι το [psaθáki] Ο44α : αντρικό ψάθινο καπέλο με στενό γύρο· (πρβ. ψάθα).

[ψάθ(α) -άκι]

ψαθάς ο [psaθás] Ο1 : ο επαγγελματίας που κατασκευάζει και πουλά ψάθινα αντικείμενα· (πρβ. ψαθοποιός).

[ψάθ(α) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες