Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χώσιμο το [xósimo] Ο50 : (οικ.) η ενέργεια του χώνω: Tο ~ του ξύλου στο χώμα, μπήξιμο. Tο ~ στο ντουλάπι, κρύψιμο. Tο ~ στον τάφο, θάψιμο.
[χωσ- (χώνω) -ιμο]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[χωσ- (χώνω) -ιμο]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |